υλόβιος

υλόβιος
(hulobius). Γένος εντόμων της οικογένειας των Κουρκουλιονιδών, της υπόταξης των πολυφάγων. Περιλαμβάνει διάφορα είδη μεγάλων σκαθαριών, που ζουν κυρίως στο βόρειο ημισφαίριο. Το σώμα των υ. είναι μακρουλό και η κοιλιά τους, σε σχήμα αβγού, καταλήγει σε μύτη. Είναι ένα από τα βλαβερότερα έντομα για τη δασοκομία, γιατί προσβάλλουν και εξασθενίζουν τα δέντρα, καθώς κατατρώγουν το φλοιό τους. Με τη βοήθεια του μυζητικού ρύγχους τους τοποθετούν τα αβγά τους πάνω στα φυτά, οι δε νύμφες που εκκολάπτονται ζουν στα κλαδιά και τις ρίζες. Ένα από τα γνωστότερα είδη είναι ο υ. της ελάτης, μήκους ενός εκ. και χρώματος καστανού με κίτρινες αποχρώσεις. Εμφανίζεται την άνοιξη, γύρω στο Μάιο, πάνω στον κορμό των κωνοφόρων και κυρίως των ελάτων, και μέχρι τον Σεπτέμβριο προκαλεί με την παρουσία του μεγάλες καταστροφές.
* * *
ο / ὑλόβιος, ΝΑ, και δ. γρφ. ὑλήβιος Α
νεοελλ.
ζωολ. κολεόπτερο έντομο
αρχ.
1. αυτός που ζει στα δάση ή τρέφεται από τους καρπούς τού δάσους
2. στον πληθ. oἱ ὑλόβιοι
ονομασία μιας αίρεσης ερημιτών στην Ινδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό-βιος. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. hylobius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑλοβίους — ὑλόβιος living in the woods masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλόβιοι — ὑλόβιος living in the woods masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • υλήβιος — ὁ, Α βλ. υλόβιος …   Dictionary of Greek

  • υλοδίαιτος — ον, Α υλόβιος («ζωᾱς ὑλοδιαίτου», Συνέσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. υδρο δίαιτος] …   Dictionary of Greek

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”